διασταλτικός — serving to distinguish masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασταλτικός — ή, ό 1. αυτός που διαθέτει την ικανότητα να προκαλέσει διαστολή: Η θερμότητα έχει διασταλτική δύναμη στα μέταλλα. 2. αυτός που διαστέλλεται: Τα μέταλλα είναι διασταλτικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διασταλτικά — διασταλτικός serving to distinguish neut nom/voc/acc pl διασταλτικά̱ , διασταλτικός serving to distinguish fem nom/voc/acc dual διασταλτικά̱ , διασταλτικός serving to distinguish fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασταλτικῶν — διασταλτικός serving to distinguish fem gen pl διασταλτικός serving to distinguish masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασταλτικόν — διασταλτικός serving to distinguish masc acc sg διασταλτικός serving to distinguish neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασταλτικαῖς — διασταλτικός serving to distinguish fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασταλτικαί — διασταλτικός serving to distinguish fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασταλτικοῦ — διασταλτικός serving to distinguish masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασταλτική — διασταλτικός serving to distinguish fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασταλτικήν — διασταλτικός serving to distinguish fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)